πραγματίας — ὁ, Α 1. κοπιαστικός, κουραστικός 2. φρ. «λόγος πραγματίας» λόγος που προκαλεί ενόχληση και δυσαρέσκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
πραγματίαις — πραγματίας tiresome masc dat pl πραγματίη prosecution of business fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματίης — πραγματίας tiresome masc nom sg (epic ionic) πραγματίη prosecution of business fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματία — πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc nom/voc/acc dual πραγματίας tiresome masc voc sg πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc voc sg (attic) πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc gen sg (doric aeolic) πραγματίας tiresome masc nom sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπραγματίας — ὁ, Α φιλοπράγμων*. πολυπράγμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πραγματίας «κοπιαστικός, κουραστικός»] … Dictionary of Greek
πραγματίου — πραγμάτιον trifling matter neut gen sg πραγματίας tiresome masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)