πραγματίας

πραγματίας
πραγματίᾱς , πραγματίας
tiresome
masc acc pl
πραγματίᾱς , πραγματίας
tiresome
masc nom sg (attic epic doric aeolic)
πραγματίᾱς , πραγματίη
prosecution of business
fem acc pl
πραγματίᾱς , πραγματίη
prosecution of business
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πραγματίας — ὁ, Α 1. κοπιαστικός, κουραστικός 2. φρ. «λόγος πραγματίας» λόγος που προκαλεί ενόχληση και δυσαρέσκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • πραγματίαις — πραγματίας tiresome masc dat pl πραγματίη prosecution of business fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματίης — πραγματίας tiresome masc nom sg (epic ionic) πραγματίη prosecution of business fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματία — πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc nom/voc/acc dual πραγματίας tiresome masc voc sg πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc voc sg (attic) πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc gen sg (doric aeolic) πραγματίας tiresome masc nom sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπραγματίας — ὁ, Α φιλοπράγμων*. πολυπράγμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πραγματίας «κοπιαστικός, κουραστικός»] …   Dictionary of Greek

  • πραγματίου — πραγμάτιον trifling matter neut gen sg πραγματίας tiresome masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”